- ξίφος
- Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή.
Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90-1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε κάθε πλευρά και έχει το κέντρο βάρους της όσο το δυνατόν κοντύτερα στη λαβή. Είναι αμφίστομη, έχει δηλαδή κόψη και στα δύο πλευρά, και καταλήγει στο μεν κάτω άκρο σε αιχμή (ακμή), στο δε επάνω σε οβελίσκο, για να στερεώνεται πάνω στη λαβή. Η λαβή, ξύλινη, κοκκάλινη ή μεταλλική, περιβάλλεται από το φυλακτήρα, για να προφυλάσσει το χέρι του οπλισμένου από τα χτυπήματα του αντιπάλου, καταλήγει δε στο πάνω μέρος σε σφαίρωμα. Ανάλογα με το είδος και το μέγεθος, το ξ. κρέμεται στον αριστερό μηρό είτε χιαστί από τον δεξιό ώμο με ταινία είτε από τη μέση με ζωστήρα ή με ειδικό εξάρτημα, όπως εκείνο των αξιωματικών, θεωρείται όπλο ευγένειας και ένδειξη ιπποτισμού.
Ιστορία. Οι προϊστορικοί άνθρωποι της λίθινης εποχής κατασκεύαζαν τα πρώτα αγχέμαχα όπλα τους από σκληρούς λειασμένους λίθους και τα στερέωναν σε ξύλινα χερούλια. Ήταν τα πρώτα λίθινα ξ. (πελέκεις, σπάθες). Μετά την ανακάλυψη των μετάλλων τα ξ. ήταν διαδοχικά χάλκινα, σιδερένια και σήμερα χαλύβδινα. Πολλά είδη ξ. χρησιμοποιήθηκαν ανά τους αιώνες τόσο στην αρχαία Ελλάδα, όσο και στους άλλους λαούς. Τα ελληνικά ξ. που βρέθηκαν στους τάφους των Μυκηνών και ανάγονται στο 12o αι. π.Χ., ήταν από ορείχαλκο καλά επεξεργασμένο. Στον Τρωικό πόλεμο έγινε χρήση ξ. από σίδηρο. Τα ελληνικά ξ. ήταν κοντά και με αρκετά πλατιά λεπίδα. Τα μακρύτερα, Μινωικής εποχής ξ., βρέθηκαν στην Κρήτη (σπήλαιο Αρκαλοχωρίου και Μάλια), μερικά μάλιστα ήταν πολυτελέστατα, με επίχρυση λαβή και σφαίρωμα, επάργυρα ή από ελεφαντοστό, διακοσμημένα. Το ομηρικό ξ., είδος μακριού μαχαιριού, ονομαζόταν φάσγανο, το δε σπαρτιατικό ξυήλη. Οι Ρωμαίοι περίπου το 200 π.Χ. χρησιμοποιούσαν ξ. με πλατιά και κοντή λεπίδα.
Ανάμεσα στον 6o και τον 10o αι. μ.Χ. η μορφή του ξ. δεν άλλαξε ιδιαίτερα. Η λεπίδα του εξακολουθούσε να είναι αρκετά πλατιά, η δε αιχμή του ήταν μάλλον στρογγυλή, επειδή το χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά για κοπή. Ο κάτοχος του χάραζε συνήθως κάποια επιγραφή στη λαβή, επικρατούσε μάλιστα η συνήθεια να τοποθετούν μέσα στο σφαίρωμα ιερά αφιερώματα. Από τον 17o αι. η αιχμή της λεπίδας γίνεται οξύτερη και ολόκληρη η λεπίδα παίρνει μορφή προορισμένη για χτυπήματα. Στα χρόνια του Λουδοβίκου ΙΓ’ εμφανίζεται απλό, στερεό ξ. μήκους ενός μέτρου, κοφτερό και από τις δύο πλευρές, δηλαδή όπλο αποκλειστικά επιθετικό.
Υπάρχουν βέβαια και ειδικά ξ. άσκησης, μονομαχίας, κυνηγών κλπ. Για την οπλομαχία χρησιμοποιούσαν άλλοτε το ξ. άσκησης, το δε τριγωνικό ήταν ειδικό για τις μονομαχίες. Με ξ. οπλίζονται και οπλίτες, κυρίως του ιππικού, και οι αξιωματικοί, οι οποίοι το φορούν και εκτός υπηρεσίας, ως εξάρτημα της στολής τους. Μετά τη χρησιμοποίηση των πυροβόλων όπλων το ξ. χρησιμοποιείται σπανιότατα και στους οπλίτες αντικαταστάθηκε από την ξιφολόγχη, ενώ των αξιωματικών είναι μάλλον ξιφοσπάθη.
Βενετικά ξίφη (Μουσείο Κορρέρ, Βενετία).
Ξίφη του 17ου αιώνα.
Διάφοροι τόποι μεσαιωνικών ευρωπαϊκών ξιφών. Σε κάθε ξίφος αντιστοιχεί και άλλου τύπου περικεφαλαία, που εικονίζεται στο πάνω μέρος της εικόνας.
Λαβή ξίφους (φωτ. ΑΠΕ).
* * *το (ΑΜ ξίφος, Α δωρ. και αιολ. τ. σκίφος) φορητό αγχέμαχο όπλο που αποτελείται από μεταλλική λεπίδα με ποικίλες διαστάσεις ως προς το μήκος και το πλάτος της, καθώς και με διαφορετική διαμόρφωση ως προς το σχήμα της και η οποία στη βάση της φέρει λαβή με προστατευτικό συνήθως κάλυμμα, το σπαθίαρχ.1. εξουσία ζωής ή θανάτου2. το ξιφοειδές οστό, κν. το ραχοκόκαλο, μερικών ψαριών3. ο ξιφίας4. είδος φυτού5. (ο τ. σκίφος) (κατά τον Ησύχ.) το αιδοίο.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., όπως και πολλά άλλα ονόματα όπλων. Η υπόθεση ότι πρόκειται για δάνεια λ. από το αιγυπτιακό sēfet δεν μπορεί να στηριχθεί, λόγω τής παρουσίας αρκτικού χειλοϋπερωικού φθόγγου (kw-, παριστανόμενου ως q- στη συλλαβογρ. μυκηναϊκή γραφή στο μυκην. qisipee, δυϊκό αριθμό τού ξίφος. Ο αρκτικός φθόγγος τού μυκην. τ. στη συνέχεια έχασε τον χειλοϋπερωικό του χαρακτήρα ανομοιωτικά προς το χειλικό σύμφωνο τής δεύτερης συλλαβής και σχηματίστηκε ο τ. ξίφος με ουρανικό (κ-) σύμφωνο. Σε ό,τι αφορά την ετυμολογική προέλευση τής λ. έχει προταθεί η σύνδεση της με οσσετικό axsirf «δρεπάνι» και η αναγωγή τών τ. σε ΙΕ ρίζα *qsibhro-. Ο τ. σκίφος, τέλος, είναι διαλεκτικός.ΠΑΡ. ξιφίας, ξιφίδιο(ν), ξίφιο(ν), ξιφιόςαρχ.ξιφήν, ξιφίζω, ξιφύδριονμσν.ξιφίνδανεοελλ.ξιφάρι, ξιφίδα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ξιφασκία, ξιφήρης, ξιφοδρέπανο(ν), ξιφοειδής, ξιφοθήκη, ξιφομάχαιρα, ξιφοποιόςαρχ.ξιφηφόρος, ξιφοδήλητος, ξιφοκτόνος, ξιφουλκός, ξιφουργόςμσν.ξιφοδότηςνεοελλ.ξιφοδιδάσκαλος, ξιφολόγχη, ξιφοφόρος. (Β συνθετικό) αρχ. άξιφος, χρυσόξιφος].
Dictionary of Greek. 2013.